- Ροΐδης, Εμμανουήλ
- (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύρο (σημαντική εμπορική και βιομηχανική τότε πόλη και επηρεασμένη από τον δυτικό πολιτισμό), πήγε στη Γερμανία και σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία, και κατόπιν στο Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου ο εμπορευόμενος πατέρας του είχε μεταθέσει το κέντρο της δραστηριότητας του.
Με την παρώθηση των δικών του κατέβηκε στην Αθήνα, όπου τύπωσε τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου (1860). Η πρώτη αυτή εμφάνισή του σημείωσε επιτυχί α. Ύστερα από μια προσωρινή παραμονή στην Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε, μετά την έξωση του Όθωνα, μόνιμα στην Αθήνα, όπου το 1866 δημοσίευσε την πολύκροτη Πάπισσα Ιωάννα. Ο αφορισμός του «βλασφήμου και κακοήθους» βιβλίου από την Εκκλησία, που προκάλεσε σάλο και ανακίνησε τη στατική πνευματική ζωή της εποχής, έδωσε την ευκαιρία στον Ρ. να υπερασπίσει τη στάση του με τόλμη και με τη σπάνια δύναμη της πένας του. Δημοσίευσε τέσσερα κείμενα σε επιστολιμαία μορφή (Επιστολαί ενός Αγρινιώτου), όπου, με απτόητη τη δηκτικότητά του, άσκησε νέα θαρραλέα κριτική κατά των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Η πηγαία σαρκαστική του διάθεση βρήκε αργότερα διέξοδο και στο σατιρικό περιοδικό Ασμοδαίος, που το εξέδωσε το 1875 (μέχρι το 1876) μαζί με τον Θέμο Άννινο· η κριτική του απλώθηκε σε όλους τους τομείς της ελληνικής ζωής, με κύριο στόχο την πολιτική. Στη συνέχεια στράφηκε συστηματικότερα στη λογοτεχνική κριτική. Το 1877 σημειώνεται η περίφημη φιλολογική έριδά του με τον συντηρητικό Άγγελο Βλάχο, υμνητή της ποίησης των καθαρολόγων ρομαντικών, στον οποίο ο Ρ. αντέταξε τη θεωρία «περί της περιρρεούσης ατμοσφαίρας» αναγκαίας προϋπόθεσης για την ανάπτυξη κάθε είδους καλλιτεχνικής ζωής. Επειδή η τότε κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας δεν επέτρεπε, κατά τον Ρ., τη δημιουργία ενός τέτοιου πνευματικού περιβάλλοντος, ο καινοτόμος κριτικός έφτασε να αρνηθεί την ύπαρξη άξιας λόγου ελληνικής ποίησης, απαλλάσσοντας από τη βαριά καταδίκη, άλλον λιγότερο και άλλον πιο πολύ, τον Σολωμό, τον Βηλαρά, τα δημοτικά τραγούδια και, από τους νεότερους τον Βαλαωρίτη και τον Αχιλλέα Παράσχο. Χαιρετίζοντας το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888) ως αυγή γλωσσικής αναγέννησης, συντάχθηκε με τους οπαδούς του δημοτικισμού, τον οποίον υποστήριξε μαχητικά (θηρεύοντας πάντοτε το παράδοξο), αλλά στην αυστηρά καθαρεύουσα γλώσσα του (ο ίδιος έλεγε, παίζοντας πιο πολύ, πως επειδή στην Ελλάδα ήρθε σε μεγάλη ηλικία, έμαθε τη γλώσσα από τα βιβλία και όχι από το στόμα του λαού. Ας σημειωθεί πως ο Ρ. έγραψε ένα όμορφο αφήγημα, τη Μηλιά, σύνθεση διάφορων μεταπλασμένων παραμυθιακών μοτίβων, σε άψογη δημοτική). Αποκορύφωση της συμβολής του στον γλωσσικό αγώνα αποτελούν τα Είδωλα (1893), όπου ανασκευάζονται τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της καθαρεύουσας με υλικό το οποίο ο ευρυμαθέστατος κριτικός βάσισε στα διδάγματα της γλωσσολογίας. Το 1895 ο Θ. Δηλιγιάννης τον απέλυσε ως τρικουπικό από τη θέση του διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης (που είχε πάρει από το 1880) και ο Ρ., μεταπίπτοντας σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας, αποσύρθηκε από την έντονη κοσμική ζωή, η οποία πάντα τον έλκυε, ενώ παράλληλα αναγκάστηκε να δημοσιογραφήσει αφήνοντας κατά μέρος την αυστηρή εκλεκτικότητα στην επιλογή των θεμάτων του. Στην περίοδο αυτή ανήκουν και τα λιγοστά ιδιόρρυθμα διηγήματά του. Παρακολουθούσε συστηματικά την πνευματική κίνηση σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και τα άρθρα του, για πολλούς σύγχρονούς του συγγραφείς, αποδείχνουν εκπληκτική διεισδυτικότητα, υψηλή κριτική αντίληψη και προδρομική αξιολόγηση (παράδειγμα η κριτική παρουσίαση του Ντοστογέφσκι).
Από τις μεγαλύτερες κριτικές μορφές της νεότερης Ελλάδας, ο Ρ. με την οξύτητα της παρατήρησής του επισήμανε τις αδυναμίες της ελληνικής κοινωνικής και πνευματικής ζωής και τις χτύπησε με πρωτοφανή έως τότε οξύτητα, την οποία εξωράιζε μόνο το φροντισμένο και γοητευτικό ύφος του. Αγωνίστηκε να ανοίξει τον κλειστό ελληνικό ορίζοντα προς την ευρωπαϊκή κίνηση ιδεών και τήρησε αδιάπτωτη αυστηρότητα και συνέπεια στις απόψεις του. Η ευρωπαϊκή παιδεία του έδινε, εξάλλου, στον λόγο του, διάστικτο από φραστικά σπινθηροβολήματα, ένα πνευματικό βάθος, με πρωτοτυπία και ευρύτητα ασυνήθιστη για το πνευματικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής. Στάθηκε υπέρμαχος του Βαλαωρίτη και του Τρικούπη, πολέμιος του Κωνσταντίνου Κόντου και του Βλάχου. Η ιδιοφυΐα του Ρ., ίσως περισσότερο καταλυτική παρά δημιουργική, αναλώθηκε στην προσπάθειά του να καυτηριάσει τις αιτίες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας και να φωτίσει, από τη θέση του διανοούμενου, τον δρόμο προς κάποια αναγέννηση. Η επίκριση και η σάτιρά του ήταν το αυθόρμητο ανάβρυσμα της σαρκαστικής ιδιοσυγκρασίας του. Ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει εύκολα ότι στο έργο του Ρ. η σάτιρα και η επιδίωξη δημιουργίας πνεύματος είναι κάτι συμφυές με τον λόγο του, αποτελεί μια εκφραστική ανάγκη του συγγραφέα παρά ένα μέσο στην επιδίωξη του εξυγιαντικού σκοπού του. Ο Ρ. ήθελε να ξαφνιάζει ευχάριστα τους αναγνώστες του, με ένα λόγο χαριτωμένο και δηκτικό, από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Πίσω όμως από την αναμφισβήτητη χάρη και λάμψη του λόγου του ανακαλύπτουμε την έξυπνη σκέψη και τη διεισδυτική παρατήρηση του ανθρώπου, ο οποίος αποτέλεσε δεσπόζουσα πνευματική φυσιογνωμία στις 4 τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι.
Προτομή του Εμμ. Ροΐδη στην Ερμούπολη.
Dictionary of Greek. 2013.